ηλιώτης

ηλιώτης
ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν' ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.)
2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται
οι κάτοικοι τού ήλιου
3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις
ιωνική ονομασία τής αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)-* + κατάλ. -ωτης (πρβλ. νησι-ώτης, πατρι-ώτης).
ΣΥΝΘ. απηλιώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἡλιώτης — of the sun masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠελιῶτις — ἡλιώτης of the sun fem nom sg ἠελιῶτις ah! fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιωτῶν — ἡλιώτης of the sun masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιῶτιν — ἡλιώτης of the sun fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώταις — ἡλιώτης of the sun masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώτας — ἡλιώτᾱς , ἡλιώτης of the sun masc acc pl ἡλιώτᾱς , ἡλιώτης of the sun masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλιώτις — Αρχαία χώρα της Θεσσαλίας. Βλ. λ. Θεσσαλία. * * * Θεσσαλιῶτις, ώτιδος, ἡ (Α) μια από τις τέσσερεις περιοχές τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. *θεσσαλιώτης (< θεσσαλός), πρβλ. ηλιώτης (< ήλιος), στρατιώτης (<… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • απηλιώτης — ἀπηλιώτης, ο (Α) (με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”